- ταπητουργικός
- -ή, -ό, Ν [ταπητουργός]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ταπητουργία ή στον ταπητουργό («ταπητουργικός οργανισμός»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταπητουργικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην ταπητουργία ή τον ταπητουργό: Ταπητουργικός οργανισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταπέτο — Oνομάζεται και χαλί. Υφαντό επίστρωμα για το δάπεδο και για την εσωτερική επιφάνεια των τοίχων. Κατασκευάζεται κυρίως από μαλλί και είναι χειροποίητο ή μηχανοποίητο. Ως χώρες κατασκευής τ. αναφέρονται η Αίγυπτος, η Περσία, η Μεσοποταμία, η… … Dictionary of Greek